Γιώργος Μαργαρίτης:"Εχω και τα βιώματα και τη φωνή που θέλουν τα λαϊκά τραγούδια"
Ο Γιώργος Μαργαρίτης δεν είναι μόνον ένας μεγάλος τραγουδιστής με γνήσια λαϊκή φωνή αλλά και ένας άνθρωπος με λαϊκή ιδιοσυγκρασία, που το...
http://news-piper.blogspot.com/2012/10/blog-post_1185.html
Ο Γιώργος Μαργαρίτης δεν είναι μόνον ένας μεγάλος τραγουδιστής με γνήσια λαϊκή φωνή αλλά και ένας άνθρωπος με λαϊκή ιδιοσυγκρασία, που τον κάνει πειστικό όχι μόνο στις ερμηνείες του αλλά και στα λεγόμενά του.
Ο καλλιτέχνης στη γόνιμη ωριμότητά του είναι σε θέση να υπογραμμίσει την ομορφιά και την αξία των μεγάλων στιγμών του λαϊκού μας τραγουδιού.
Ο καλλιτέχνης στη γόνιμη ωριμότητά του είναι σε θέση να υπογραμμίσει την ομορφιά και την αξία των μεγάλων στιγμών του λαϊκού μας τραγουδιού.
Με τη βιωματική σχέση που έχει με το συγκεκριμένο ρεπερτόριο, την προσωπικότητα και την ιδιοσυγκρασία του, την τέχνη και την τεχνική του, την ψυχή και την αλήθεια του μπορεί να φωτίσει ακόμα και αθέατες πτυχές αυτών των τραγουδιών, που τα τελευταία χρόνια, εκτός από λίγες εξαιρέσεις, έχουν «κακοπέσει» σε πίστες, μουσικές σκηνές και άλλους μεγαλόσχημους χώρους.
- Ενας «Αιώνας λαϊκό τραγούδι». Αυτό είναι το πρόγραμμα της συναυλίας που παρουσιάσατε πριν από λίγο καιρό στο Αλσος Βεΐκου. Με τον δικό σας χαρακτηριστικό τρόπο και ύφος ερμηνεύσατε «αυθεντικά λαϊκά εφ’ όλης της ύλης».Με τον Κώστα Μπαλαχούτη είμαστε κατά μία έννοια συνεργάτες και φίλοι. Ακούσαμε αμέτρητες ώρες χιλιάδες τραγούδια, διαμάντια από την περίοδο της ανώνυμης δημιουργίας, του σμυρναίικου, του ρεμπέτικου και του κλασικού λαϊκού ρεπερτορίου. Ξεκινήσαμε από τα παραδοσιακά και περάσαμε στον Χατζηχρήστο, τον Βαμβακάρη, τον Τσιτσάνη, τον Παπαϊωάννου, τον Μητσάκη, τον Χιώτη, τον Καλδάρα και άλλους διαλεχτούς. Στη συνέχεια, πήγαμε στις γειτονιές του «έντεχνου» (Θεοδωράκης, Χατζιδάκις, Πλέσσας, Γκάτσος κ.ά.) και περιδιαβαίνοντας φτάσαμε στον Τάκη Σούκα, τον Πολυκανδριώτη και τον Χρήστο Νικολόπουλο. Κάπως έτσι γεννήθηκε ο δίσκος «Ενας αιώνας λαϊκό τραγούδι» που ολοκληρώνεται αυτές τις μέρες. Κάπως έτσι προέκυψε και η συναυλία στο Αλσος του Βεΐκου.
- Γεννηθήκατε στο Πετρωτό Τρικάλων αλλά πολύ μικρός βρεθθήκατε στην Αθήνα. Πώς ήταν εκείνα τα χρόνια;Πολύ δύσκολα... Ημουν παιδί φτωχής και λαϊκής οικογενείας, εγώ είχα τον δικό μου «καημό» για το τραγούδι και πήρα τα μάτια μου, που λένε, και έφυγα, όπως οι μετανάστες εκείνης της εποχής, και ήρθα στην Αθήνα. Εκεί δυσκολεύτηκα πολύ. Αν και μου δόθηκαν αρκετές ευκαιρίες, για διάφορους λόγους τις έχανα. Μόνος μου βρήκα την άκρη, δεν με βοήθησε ουσιαστικά κανένας εκείνα τα χρόνια.
- Πότε πήρατε την απόφαση να γίνετε τραγουδιστής;Το μικρόβιο το είχα από την ηλικία των επτά ετών. Δεν ήθελα τίποτε άλλο στη ζωή μου, μόνο το τραγούδι. Το θέμα δεν είναι από πόσο χρόνων τραγουδάς στο σπίτι σου, αλλά από πότε τραγουδάς στη νύχτα, από την ώρα δηλαδή που ανεβαίνεις πάνω στο πατάρι, τα λες και σου δίνει βάση ο κόσμος.
- Πότε μπαίνει επαγγελματικά στη ζωή σας το τραγούδι; Το τραγούδι μπήκε επαγγελματικά στη ζωή μου μετά το φανταριλίκι μου σε ηλικία είκοσι πέντε ετών, στα τέλη της δεκαετίας του ’60 με αρχές του ’70. Η πρώτη μου δουλειά ήταν στο «Ηλιοβασίλεμα» στο Αιγάλεω. Από κει και πέρα για περίπου μία δεκαετία δουλεύοντας στα νυχτερινά μαγαζιά μάθαινα τα μυστικά της δύσκολης τέχνης του λαϊκού τραγουδιού.
- Κάνατε και δουλειές του ποδαριού μέχρι να τα καταφέρετε με το τραγούδι;Ναι πολλές, οικοδομή περιστασιακά μέχρι τα είκοσι πέντε μου, σε περιβόλια και σε ένα εργοστάσιο που έβγαζε τσίπουρο. Σου είπα και πριν, ευκαιρίες μου δόθηκαν για το τραγούδι, αλλά εγώ δεν πήγα στην ώρα τους. Ακόμα και για το λεωφορείο δεν είχα για να πάω να τις συναντήσω. Γι’ αυτό ξεκίνησα να τραγουδάω στα τριάντα πέντε μου.
- Υστερα από τόσα χρόνια στη νύχτα, ποιες ζωντανές εμφανίσεις σας έχουν χαραχτεί περισσότερο στη μνήμη;Μία από τις πρώτες μου ήταν στο «Σεραφίνο» στην παραλία, στον Φλοίσβο. Μόλις είχα σκάσει μύτη και συμμετείχα σ’ ένα πρόγραμμα που τραγουδούσαν ο Σπύρος Σερεμέτης, ο Γιάννης Ντουνιάς, ο Δημήτρης Κοντολάζος και η Μαίρη Αλεξοπούλου. Μου έδωσαν αυτά τα παιδιά μεγάλη δύναμη και μεγάλη χαρά. Ενα άλλο σχήμα που μου άρεσε πολύ ήταν και στο «PlayBoy» στη Συγγρού, όπου ήμουν με τον Γιάννη Βογιατζή, την Τζένη Βάνου, τον Δημήτρη Ψαριανό και τη Νέλλη Γκίνη. Και στη «Νεράιδα» με τον Γιάννη Πουλόπουλο και την Καίτη Γκρέυ.
- Είστε από τους ελάχιστους τραγουδιστές που μπορείτε να λέτε αυθεντικά με το χρώμα που τους πρέπει στη φωνή τα παλιά λαϊκά τραγούδια...Δεν θέλω να λέτε αυτά τα τραγούδια «παλιά». Είναι ολοκαίνουργια. Αυτά τα τραγούδια είναι βιωματικά. Τα τραγούδια και τους τραγουδιστές τους ακούει όλους ο κόσμος. Εκείνους που τοποθετεί στην καλύτερη γωνιά ξεχωρίζουν και είναι λίγοι. Πρόσεξα στην καριέρα μου να μη λέω μόνο ερωτικά και καψούρικα τραγούδια, είπα και διαφορετικά. Εχω τα βιώματά μου και την ιδιαίτερη φωνή που χρειάζονται όλα αυτά τα τραγούδια για να ερμηνευτούν και να μπουν στις καρδιές του κόσμου. Αλλιώς θα ήμουν του σωρού. Αλίμονό μας εάν εγκαταλείψουμε αυτά τα τραγούδια που είναι η ιστορία μας. Τότε ισοπεδώθηκαν όλα. Η ιστορία σου δίνει τα φτερά για να πας παρακάτω.
- Τι θα συμβουλεύατε τους νέους καλλιτέχνες;Εχουμε καλούς τραγουδιστές, απλώς τους λείπει ο τρόπος που τραγουδάνε και τι τραγουδάνε. Δεν έχουν τα δικά μας βιώματα, έχουν άλλα. Αν μπορούσα εγώ να τους συμβουλέψω, θα τους έλεγα να ξεφύγουν από τα ίδια και μονότονα ερωτικά τραγούδια. Ειδικά αυτή την εποχή που ο κόσμος έχει την ανάγκη να ακούσει κάτι διαφορετικό και να του περάσεις και κανένα μήνυμα. Πού το βρίσκουν το κέφι και γράφουν καψουροτράγουδα αντί να γράψουν και να πουν και κανένα σοβαρό τραγούδι; Ο κόσμος δεν έχει δουλειά, δεν έχει να φάει και εκείνοι στην… καψούρα.
- Εχετε πει το «Πεθαίνω για σένα» σε κάποια γυναίκα;Πολλές φορές καψουρεύτικα και πέρασα τέτοιες καταστάσεις και πάντα το έλεγα σε όλες (γελάει). Πέρασαν από τη ζωή μου και ωραίες γυναίκες και καλά κορίτσια, αλλά εμένα ο νους μου ήταν κάπου αλλού. Πάντα κάτι άλλο βρισκότανε και θα χαλούσε η μανέστρα...
Τα πρώτα βήματα με τον Τσιτσάνη
- Πότε και πώς συναντήσατε τον Βασίλη Τσιτσάνη;Τον γνώρισα στα δεκατρία μου χρόνια, στο καφενεδάκι των αδελφών Τσιτσάνη στα Τρίκαλα. Ετρεμα ολόκληρος και τώρα ακόμα που το λέω τρέμω. Εκείνος με άκουσε σαν ένα παιδάκι και εκείνος με παρότρυνε να κατέβω στην Αθήνα λέγοντάς μου χαρακτηριστικά πως «άμα μεγαλώσεις λίγο, έλα στην Αθήνα να με βρεις». Ετσι, σε ηλικία δεκαπέντε ετών με τη διεύθυνση στα χέρια μου ήρθα στην Αθήνα για να δουλέψω και να δω τι μπορώ να κάνω. Βέβαια, όταν πήγα να τον συναντήσω στην οδό Αχαρνών όπου έμενε αμέσως μετά το στρατιωτικό μου, εκείνος είχε πάψει να γράφει και ό,τι είχε γράψει τα είχε πει ο ίδιος. Εγώ όμως τον εκτιμούσα τόσο πολύ, τον θαύμαζα και τον λάτρευα. Εκείνη την εποχή πιο εύκολο ήταν να συναντήσεις τον πρωθυπουργό παρά τον Τσιτσάνη κι εγώ είχα και τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του. Οταν δε πήγαινα στο μπαράκι των μουσικών και τους έλεγα ότι πριν από λίγο ήμουν με τον Βασίλη Τσιτσάνη, δεν με πίστευαν.
- Τι σας έκανε εντύπωση στον Βασίλη Τσιτσάνη;Εκτός από τα τραγούδια του, μου έκαναν εντύπωση τα μακριά του δάχτυλα που είχε και έπαιζε τόσο ωραίο μπουζούκι. Δεν χρειαζότανε να βάλει επιπλέον νότες, έβαζε αυτές που έπρεπε. Ηταν γεννημένος για μεγάλος μουσικός. Λίγοι είναι οι μουσικοί που βάζουν αυτά που ζητάει ένα τραγούδι.Ολοι τους βάζουν περιττά στοιχεία, γιατί δεν μπορούν να συνθέσουν τα κανονικά.
- Στα μέσα της δεκαετίας του ’80 βγάλατε έναν διπλό δίσκο όπου ερμηνεύατε τραγούδια του Τσιτσάνη…Εκανα τον διπλό δίσκο «Ο Γιώργος Μαργαρίτης τραγουδά Βασίλη Τσιτσάνη», γιατί πιστεύω ότι αυτά τα τραγούδια ταιριάζουν και σε μένα και θα μπορούσανε να γίνουν επιτυχίες μεγάλες και με τη δική μου φωνή. Κατά κάποιον τρόπο έχω και εγώ τα βιώματα που γεννήσανε αυτά τα τραγούδια. Δηλαδή, μπορώ να τα πω όπως πρέπει και να βάλω και ένα λιθαράκι με τη σειρά μου. Οι σημερινοί δεν βλέπω να τα λένε, όχι ότι δεν είναι καλοί τραγουδιστές αλλά γιατί δεν έχουν τα βιώματα. Κι από την άλλη, δεν ψάχνουνε τους αυθεντικούς εκτελεστές και τις πρώτες εκτελέσεις. Τους τραγουδιστές που τα πρωτοτραγουδήσανε. Εάν δεν κοιτάξεις εκεί μέσα, χάθηκες. Δεύτεροι δεν υπάρχουν. Ολοι τους είναι καθηγητές. Και στον δίσκο εγώ τραγουδώ αναλόγως με τις αυθεντικές εγγραφές. Στα τραγούδια του Τσιτσάνη βρίσκω τις πιο δυνατές μελωδίες και τους πιο δυνατούς στίχους. Είναι πολυδουλεμένα, τα έχουν φτιάξει άνθρωποι πονεμένοι, τα έχουν κάνει μόνο και μόνο για να βγάλουν τον καημό τους. Δεν τα κάνανε ούτε για λεφτά ούτε περιμένανε ποτέ τίποτε πίσω γι’ αυτά που δώσανε, ούτε πληρώθηκαν. Οι τότε δημιουργοί δηλαδή φύγανε… απλήρωτοι. Και ο Τσιτσάνης που έδωσε τόσα πολλά όσο κανείς άλλος λίγα πήρε. Οταν τραγουδούσα στο στούντιο τα τραγούδια του, ράγιζε η καρδιά μου κι έλεγα «αυτό το τραγούδι για να γίνει, μ’ αυτές τις ικανότητες, πόσες μέρες, πόσον καιρό καθότανε για να το φτιάξει;». Δεν γίνονται όλα σε ένα λεπτό.
Η γνωριμία με τον Καζαντζίδη και το... σπληνάντερο από τα Καλάβρυτα
- Πώς και πότε έγινε η συνάντηση με τον Στέλιο Καζαντζίδη;Μόλις είχα γίνει γνωστός στο πλατύ κοινό, περίπου το 1982, και είχα κυκλοφορήσει δύο δίσκους, οπότε ένας φίλος του Στέλιου που ήταν και μάνατζερ ήρθε και μου είπε στο καμαρίνι μου: «Πώς βλέπεις τον Στέλιο Καζαντζίδη;». Και του απαντώ: «Τι ερώτηση είναι αυτή που μου κάνεις; Αυτός ο άνθρωπος είναι πάνω από το κεφάλι μου». Εκείνος το κράτησε και πήγε και του το είπε. Εγώ γνώριζα τη μητέρα του, τη Γεσθημανή, περίπου δέκα χρόνια προτού γνωριστώ με τον Στέλιο. Ερχόταν και με άκουγε στα μαγαζιά όπου τραγουδούσα και μου έλεγε: «Θα μου πεις και κανένα τραγούδι του Στέλιου;». Επειτα από λίγο καιρό, έστειλε τον φίλο του για να μου πει να γνωριστούμε κι από κοντά. Δεν πήγα αμέσως, πήγα ύστερα από έξι μήνες. Και εδώ κάτι συνέβη και δεν πήγα αμέσως, όπως σου έλεγα πριν... Την ημέρα που επέλεξα να πάω είχε τη μητέρα του στον Ερυθρό Σταυρό και πήγα να δω εκείνη και όχι τον Στέλιο. Ετσι συναντηθήκαμε την πρώτη φορά. Γι’ αυτό και στη φωτογραφία που βγάλαμε ο Στέλιος ήταν σκεφτικός έχοντας άρρωστη τη μητέρα του. Αμέσως μετά από δύο μέρες, τον πήρα τηλέφωνο και του είπα: «Θα έρθεις σπίτι, μου έστειλαν ένα σπληνάντερο από τα Καλάβρυτα να το φάμε;».
- Και ήρθε στο τραπέζι;Ναι, αμέσως μετά το τηλεφώνημά μου! Καταλαβαίνεις τι έγινε στην πολυκατοικία όπου έμενα. Λαϊκό προσκύνημα. Μετά το τραπέζι άνοιξαν οι δρόμοι μας και συναντιόμασταν τακτικά.
espresso