Ο Γιάννης Στάνκογλου συνέλαβε κλέφτη στο κέντρο της Αθήνας
Ο Γιάννης Στάνκογλου "συνέλαβε" ληστή στο κέντρο της Αθήνας όπως διαβάζουμε στο gossip-tv ... Φανατικός εραστής του κέντρου της...
http://news-piper.blogspot.com/2012/03/blog-post_6031.html
Ο Γιάννης Στάνκογλου "συνέλαβε" ληστή στο κέντρο της Αθήνας όπως διαβάζουμε στο gossip-tv...
Φανατικός εραστής του κέντρου της πόλης, ο Γιάννης, επιμένει να μένει πολύ κοντά σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, μαζί με τη σύντροφό του Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν και το ηλικίας διόμισι ετών κοριτσάκι τους. Το ραντεβού μας ήταν προγραμματισμένο για σήμερα στη 1 το μεσημέρι, στην πλατεία Κουμουνδούρου προκειμένου να του πάρω συνέντευξη τόσο για το free press Metropolis όσο και για την κάμερα του εβδομαδιαίου video magazino ΜStories, με αφορμή την νέα ταινία του «Δεσμά Αίματος» που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες στην αίθουσα.
Όση ώρα τον περιμέναμε, μαζί με τον σκηνοθέτη και τον φωτογράφο, αισθανόμασταν σαν ψάρια έξω από το νερό. Κατάσταση που δεν τη βοηθούσε ούτε το θέαμα ενός ημίγυμνου ανθρώπου με αίματα στο πρόσωπο, που ούρλιαζε ακατάληπτα στους οδηγούς των αυτοκινήτων στη μέση του δρόμου ούτε το γεγονός του ότι μαζί μας κουβαλούσαμε ακριβό εξοπλισμό για τη λήψη και τη φωτογράφηση. Γύρω στη 1 και δέκα, ο Γιάννης εμφανίστηκε σαν να βρίσκεται στον εντελώς φυσικό του χώρο, χαμογελαστός, άνετος, και αγορίσια όμορφος, φορώντας ένα χακί στρατιωτικό παντελόνι με μικρούς λεκέδες από τις σοκολάτες της κόρης του, διασκεδάζοντας αρκετά με τις μάλλον ανήσυχες φάτσες μας κι έχοντας στη διάθεση του δύο ώρες μέχρι να παραλάβει τη μικρή από τον παιδικό σταθμό την ώρα που θα σχολούσε. Μας πρότεινε να περάσουμε απέναντι την Πειραιώς, στη γειτονιά της αθηναϊκής Chinatown, σε έναν «χαμένο» στο πουθενά ακάλυπτο πολυκατοικιών, περιστοιχισμένο από μπαλκόνια μεταναστών, καταστήματα κινέζικων βοτάνων και ένα σύλλογο πολυτέκνων (που σαν χώρος πρωταγωνιστεί και στην πρώτη ελληνική kung fu action ταινία που γύρισε η σύζυγός του με τίτλο «Chinatown» και πρωταγωνιστές την Κατερίνα Μισιχρόνη, τη Θέμιδα Μπαζάκα και τον ίδιο). Επικοινωνιακός, ομιλητικός και απολαυστικά ανεπιτήδευτος, μίλησε για τη σχέση του με αυτήν την πόλη, τη νέα του ταινία και μοιράστηκε μαζί μας στο φακό τις γκριμάτσες με τις οποίες διασκεδάζει την κόρη του. Είχαμε μόλις τελειώσει το γύρισμα και μαζεύαμε τον εξοπλισμό προκειμένου να συνεχίσουμε για καφέ, ως τη στιγμή που ο Γιάννης πετάχτηκε ξαφνικά τρέχοντας προς το μέρος μιας κυρίας στην είσοδο του ακάλυπτου που φώναζε «την τσάντα μου σε παρακαλώ, δώσε την τσάντα μου, ούτως ή άλλως δεν έχει χρήματα μέσα». Έτρεξα πίσω του, ανήσυχος γνωρίζοντας τον ανεξέλεγκτα ενίοτε ορμητικό χαρακτήρα του. Η γυναίκα συνέχισε να φωνάζει, και ο Στάνκογλου είχε εξαφανιστεί τρέχοντας πίσω από τον κλέφτη της τσάντας. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Γιάννης εμφανίστηκε στη γωνία της Πειραιώς στο ύψος των παλιών κτιρίων του ΙΚΑ, έχοντας πιάσει τον κλέφτη κι έχοντας επιστρέψει την κλεμμένη τσάντα. Ο Γιάννης και ο κλέφτης, που δεν φάνηκε να έχει σκοπό να το βάλει στα πόδια, καθόντουσαν σε μια εντελώς κινηματογραφική στιγμή, με τον Στάνκογλου να τον ρωτάει πολύ ήρεμα και με σταθερή φωνή χωρίς ίχνος απειλής αλλά πραγματική προσπάθεια κατανόησης, «γιατί ρε φίλε» και τον τύπο που είχε κάνει την κλοπή να στέκεται απέναντι του σιωπηλός, με τα χέρια στο πρόσωπο. Μαζεύτηκε κόσμος και τέσσερις αστυνομικοί, παραδόξως με ήπιες διαθέσεις, προφανώς εξ’ αιτίας της παρουσίας και του επωνύμου του Γιάννη, οι οποίοι αντί να προβούν στις συνήθεις ψευτομαγκιές του κλάδου, ακολούθησαν το παράδειγμά του και ρωτούσαν και εκείνοι με πρωτοφανή ευγένεια. Ο τσακισμένος τύπος που είχε διαπράξει την πλοκή, δεν μιλούσε, και σαν απάντηση έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του μια σύριγγα και την πέταξε στα σκουπίδια θέλοντας να πει ότι είναι ναρκομανής. Ο Στάνκογλου, γύρισε στους αστυνομικούς και τους παρακάλεσε να τον αφήσουν, εφ’ όσον η γυναίκα που είχε ήδη πάρει την τσάντα της είχε φύγει και δεν υπήρχε το δεδομένο μήνυσης. Ένας από τους περαστικούς επενέβη και ζήτησε τη σύλληψη του για να μην το επαναλάβει. Ο Γιάννης, ήρεμα, του απάντησε ότι αυτή δεν είναι η λύση για κάποιον άνθρωπο που αφ’ ενός είναι άρρωστος, αφ’ ετέρου σε λίγες ημέρες θα είναι πάλι στο δρόμο. Ο «φιλήσυχος» νοικοκυραίος, δεν συμφώνησε, λέγοντας πως δεν έχει σημασία, «έστω και για λίγες ώρες να τον πιάσουν και να τον σπάσουν στο ξύλο, θα πάρει το μάθημά του». Κοιταχτήκαμε με τον Στάνκογλου στα μάτια, είπαμε άλλη μια φορά στους αστυνομικούς να μην τον συλλάβουν και απομακρυνθήκαμε. Γύρω μου η πόλη, η άγρια και γκρίζα πόλη που ο Γιάννης τόσο αγαπάει, είχε για λίγο, αποκτήσει μια περίεργη θλιμμένη γλυκύτητα μέσα στο σκληρό μεσημεριανό φως. Και ο Στάνκογλου στα μάτια μου, τα χαρακτηριστικά μιας τσαλακωμένης παιδικότητας, που προσωπικά μου είναι αδύνατο να μην αγαπώ. Σαν τους λεκέδες από σοκολάτα που άφησε η κόρη του στο στρατιωτικό του παντελόνι.
Φανατικός εραστής του κέντρου της πόλης, ο Γιάννης, επιμένει να μένει πολύ κοντά σε μια από τις πιο υποβαθμισμένες περιοχές της Αθήνας, μαζί με τη σύντροφό του Αλίκη Δανέζη Κνούτσεν και το ηλικίας διόμισι ετών κοριτσάκι τους. Το ραντεβού μας ήταν προγραμματισμένο για σήμερα στη 1 το μεσημέρι, στην πλατεία Κουμουνδούρου προκειμένου να του πάρω συνέντευξη τόσο για το free press Metropolis όσο και για την κάμερα του εβδομαδιαίου video magazino ΜStories, με αφορμή την νέα ταινία του «Δεσμά Αίματος» που θα κυκλοφορήσει σε λίγες μέρες στην αίθουσα.
Όση ώρα τον περιμέναμε, μαζί με τον σκηνοθέτη και τον φωτογράφο, αισθανόμασταν σαν ψάρια έξω από το νερό. Κατάσταση που δεν τη βοηθούσε ούτε το θέαμα ενός ημίγυμνου ανθρώπου με αίματα στο πρόσωπο, που ούρλιαζε ακατάληπτα στους οδηγούς των αυτοκινήτων στη μέση του δρόμου ούτε το γεγονός του ότι μαζί μας κουβαλούσαμε ακριβό εξοπλισμό για τη λήψη και τη φωτογράφηση. Γύρω στη 1 και δέκα, ο Γιάννης εμφανίστηκε σαν να βρίσκεται στον εντελώς φυσικό του χώρο, χαμογελαστός, άνετος, και αγορίσια όμορφος, φορώντας ένα χακί στρατιωτικό παντελόνι με μικρούς λεκέδες από τις σοκολάτες της κόρης του, διασκεδάζοντας αρκετά με τις μάλλον ανήσυχες φάτσες μας κι έχοντας στη διάθεση του δύο ώρες μέχρι να παραλάβει τη μικρή από τον παιδικό σταθμό την ώρα που θα σχολούσε. Μας πρότεινε να περάσουμε απέναντι την Πειραιώς, στη γειτονιά της αθηναϊκής Chinatown, σε έναν «χαμένο» στο πουθενά ακάλυπτο πολυκατοικιών, περιστοιχισμένο από μπαλκόνια μεταναστών, καταστήματα κινέζικων βοτάνων και ένα σύλλογο πολυτέκνων (που σαν χώρος πρωταγωνιστεί και στην πρώτη ελληνική kung fu action ταινία που γύρισε η σύζυγός του με τίτλο «Chinatown» και πρωταγωνιστές την Κατερίνα Μισιχρόνη, τη Θέμιδα Μπαζάκα και τον ίδιο). Επικοινωνιακός, ομιλητικός και απολαυστικά ανεπιτήδευτος, μίλησε για τη σχέση του με αυτήν την πόλη, τη νέα του ταινία και μοιράστηκε μαζί μας στο φακό τις γκριμάτσες με τις οποίες διασκεδάζει την κόρη του. Είχαμε μόλις τελειώσει το γύρισμα και μαζεύαμε τον εξοπλισμό προκειμένου να συνεχίσουμε για καφέ, ως τη στιγμή που ο Γιάννης πετάχτηκε ξαφνικά τρέχοντας προς το μέρος μιας κυρίας στην είσοδο του ακάλυπτου που φώναζε «την τσάντα μου σε παρακαλώ, δώσε την τσάντα μου, ούτως ή άλλως δεν έχει χρήματα μέσα». Έτρεξα πίσω του, ανήσυχος γνωρίζοντας τον ανεξέλεγκτα ενίοτε ορμητικό χαρακτήρα του. Η γυναίκα συνέχισε να φωνάζει, και ο Στάνκογλου είχε εξαφανιστεί τρέχοντας πίσω από τον κλέφτη της τσάντας. Πέντε λεπτά αργότερα, ο Γιάννης εμφανίστηκε στη γωνία της Πειραιώς στο ύψος των παλιών κτιρίων του ΙΚΑ, έχοντας πιάσει τον κλέφτη κι έχοντας επιστρέψει την κλεμμένη τσάντα. Ο Γιάννης και ο κλέφτης, που δεν φάνηκε να έχει σκοπό να το βάλει στα πόδια, καθόντουσαν σε μια εντελώς κινηματογραφική στιγμή, με τον Στάνκογλου να τον ρωτάει πολύ ήρεμα και με σταθερή φωνή χωρίς ίχνος απειλής αλλά πραγματική προσπάθεια κατανόησης, «γιατί ρε φίλε» και τον τύπο που είχε κάνει την κλοπή να στέκεται απέναντι του σιωπηλός, με τα χέρια στο πρόσωπο. Μαζεύτηκε κόσμος και τέσσερις αστυνομικοί, παραδόξως με ήπιες διαθέσεις, προφανώς εξ’ αιτίας της παρουσίας και του επωνύμου του Γιάννη, οι οποίοι αντί να προβούν στις συνήθεις ψευτομαγκιές του κλάδου, ακολούθησαν το παράδειγμά του και ρωτούσαν και εκείνοι με πρωτοφανή ευγένεια. Ο τσακισμένος τύπος που είχε διαπράξει την πλοκή, δεν μιλούσε, και σαν απάντηση έβγαλε από την τσέπη του σακακιού του μια σύριγγα και την πέταξε στα σκουπίδια θέλοντας να πει ότι είναι ναρκομανής. Ο Στάνκογλου, γύρισε στους αστυνομικούς και τους παρακάλεσε να τον αφήσουν, εφ’ όσον η γυναίκα που είχε ήδη πάρει την τσάντα της είχε φύγει και δεν υπήρχε το δεδομένο μήνυσης. Ένας από τους περαστικούς επενέβη και ζήτησε τη σύλληψη του για να μην το επαναλάβει. Ο Γιάννης, ήρεμα, του απάντησε ότι αυτή δεν είναι η λύση για κάποιον άνθρωπο που αφ’ ενός είναι άρρωστος, αφ’ ετέρου σε λίγες ημέρες θα είναι πάλι στο δρόμο. Ο «φιλήσυχος» νοικοκυραίος, δεν συμφώνησε, λέγοντας πως δεν έχει σημασία, «έστω και για λίγες ώρες να τον πιάσουν και να τον σπάσουν στο ξύλο, θα πάρει το μάθημά του». Κοιταχτήκαμε με τον Στάνκογλου στα μάτια, είπαμε άλλη μια φορά στους αστυνομικούς να μην τον συλλάβουν και απομακρυνθήκαμε. Γύρω μου η πόλη, η άγρια και γκρίζα πόλη που ο Γιάννης τόσο αγαπάει, είχε για λίγο, αποκτήσει μια περίεργη θλιμμένη γλυκύτητα μέσα στο σκληρό μεσημεριανό φως. Και ο Στάνκογλου στα μάτια μου, τα χαρακτηριστικά μιας τσαλακωμένης παιδικότητας, που προσωπικά μου είναι αδύνατο να μην αγαπώ. Σαν τους λεκέδες από σοκολάτα που άφησε η κόρη του στο στρατιωτικό του παντελόνι.