Σήμερα αποχαιρετούμε τον Μιχάλη Κακογιάννη
«Ποτέ δεν ξεκίνησα κάτι για να βγάλω τα σωθικά μου στο κοινό. Οποτε θέλησα να μιλήσω για την ατομική απειλή, το έκανα πηγαίνοντας με την κά...
http://news-piper.blogspot.com/2011/07/blog-post_1117.html
«Ποτέ δεν ξεκίνησα κάτι για να βγάλω τα σωθικά μου στο κοινό. Οποτε θέλησα να μιλήσω για την ατομική απειλή, το έκανα πηγαίνοντας με την κάμερα εκεί όπου χρειάστηκε να πάω. Από την Κύπρο μέχρι την Χιλή...» Ακόμα και η απλή διαπίστωση, σήμερα, ότι ο άνθρωπος που έχει πει τα παραπάνω, ο Μιχάλης Κακογιάννης, υπήρξε ο πλέον επιφανής έλληνας κινηματογραφιστής και εκείνος με την εντονότερη διεθνή απήχηση, μοιάζει τουλάχιστον με κοινοτοπία.
Ηταν το 1953, όταν στα 32 του, ο σκηνοθέτης που επρόκειτο να τιμηθεί όσο κανείς άλλος έλληνας κινηματογραφιστής στο εξωτερικό βρέθηκε για πρώτη φορά ηγεμόνας σε πλατό. Η ταινία ήταν το «Κυριακάτικο ξύπνημα» και έμελλε να γίνει η αφετηρία μιας αξιοζήλευτης, πλούσιας καριέρας.
Εργατικός, παραγωγικός και πολυβραβευμένος, ο Κακογιάννης δεν είναι απλώς ο άνθρωπος που συνέστησε πρώτος την Μελίνα Μερκούρη στο κοινό του κινηματογράφου προσφέροντάς της με τη «Στέλλα» (1955) τον σημαντικότερο ρόλο της κινηματογραφικής καριέρας της αλλά και ένας από τους πρώτους σκηνοθέτες του κινηματογράφου που αξιοποίησαν τα γκρίζα χρώματα της μεταπολεμικής Ελλάδας, αποτυπώνοντάς τα στο σελιλόιντ με συνέπεια και πρωτοπορία ύφους.
Αν όχι η πρώτη, η «Στέλλα» υπήρξε μια από τις πρώτες προσπάθειες του ελληνικού κινηματογράφου να πλησιάσει το ύφος του ιταλικού νεορεαλισμού που εκείνη την εποχή μεσουρανούσε. Παραμένει σημείο αναφοράς.
Πρώτη μούσα του Κακογιάννη στον κινηματογράφο υπήρξε η Ελλη Λαμπέτη. Μετά το «Κυριακάτικο ξύπνημα» θα συνεργαζόντουσαν σε τρεις ακόμη ταινίες :«Το κορίτσι με τα μαύρα» (1956), «Το τελευταίο ψέμα» (1958) και το «Ετσι έσβησε η αγάπη μας» («Il relito», 1961) ένα φιλμ που πέρσι προβλήθηκε για πρώτη φορά στην Ελλάδα αποκαταστημένο στο Ιδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, το τελευταίο δημιούργημα του Κακογιάννη, στο οποίο διατηρείται το έργο του.
Σύντομα ο Κακογιάννης θα κατακτούσε το διεθνές κινηματογραφικό τοπίο, με αποκορύφωμα τον «Αλέξη Ζορμπά» (1964). Σε θεωρητικό επίπεδο, ο «Αλέξης Ζορμπάς» του Νίκου Καζαντζάκη ανήκε στα ως τότε αντιεμπορικά μυθιστορήματα. Γυρίστηκε όμως την κατάλληλη εποχή, συνδυάζοντας την ευρωπαϊκή ταινία Τέχνης με την υπερπαραγωγή ενός στούντιο με τη δύναμη και το κύρος της 20th Century Fox. Αυτό το «πάντρεμα» υπήρξε πρωτοποριακό. Διεκδίκησε επτά βραβεία της αμερικανικής ακαδημίας κινηματογράφου αποσπώντας τελικά τρία: Β' γυναικείου ρόλου (Λίλα Κέντροβα), ασπρόμαυρης φωτογραφίας (Γουόλτερ Λάσαλι) και σκηνογραφίας για ασπρόμαυρη ταινία (Βασίλης Φωτόπουλος). Ο ίδιος ο κακογιάννης ήταν υποψήφιος σε τρεις κατηγορίες: ως σκηνοθέτης, ως σεναριογράφος αλλά και ως παραγωγός γιατί το φιλμ ήταν υποψήφιο για το Οσκαρ καλύτερης ταινίας.
Η «Ηλέκτρα» (1962) με την Ειρήνη Παππά, υπήρξε η πρώτη της ευριπείδιας τριλογίας του Κακογιάννη (την ολοκληρώνουν οι «Τρώαδες» και η υποψήφια για το ξενόγλωσσο Οσκαρ «Ιφιγένεια», το 1977), ενώ με το «Αττίλας '74'» ο Κακογιάννης έδωσε ένα θαρραλέο, συγκλονιστικό ντοκουμέντο σπάνιας πολιτικής αιχμηρότητας που αποκρυστάλλωσε τα ταραγμένα χρόνια της πατρίδας του, της Κύπρου.
Ο κινηματογράφος του Κακογιάννη χρόνο με τον χρόνο, ανανεωνόταν και ίσως αυτός να είναι ο λόγος που εξακολουθεί να παραμένει «ζωντανό;». Ως σκηνοθέτης του κινηματογράφου ακολουθούσε πάντοτε τους ρυθμούς της εποχής του, έστω και αν τα αποτελέσματα δεν υπήρξαν πάντοτε ευοίωνα («Τα ψάρια βγήκαν στην στεριά», 1967 - «Γλυκιά πατρίδα», 1986).
Ακόμα και το «Πάνω ,κάτω και πλαγίως» (1992), μια επεισοδιακή κωμωδία που αποτυπώνει σε όλο το μεγαλείο του το αθηναϊκό χάος, είναι μια ταινία απολύτως ρυθμισμένη στην εποχή της.
Οταν ο «Βυσσινόκηπος» επρόκειτο να διανεμηθεί στην Ελλάδα, τον Ιανουάριο, ο Μιχάλης Κακογιάννης μετέφραζε «Οθέλλο». Τον ξεκούραζε να «συνεργάζεται» με μεγάλους, όπως ο Τσέχοφ και ο Σαίξπηρ έλεγε. Γι' αυτό και δεν έπαψε ποτέ να αρνείται προτάσεις μεγάλων εκδοτικών οίκων για την έκδοση μιας αυτοβιογραφίας του.
Με τον «Βυσσινόκηπο», το 1999, η παρουσία του Μιχάλη Κακογιάννη στον χώρο όχι μόνον της κινηματογραφικής αλλά και της θεατρικής σκηνοθεσίας έκλεισε τα 45 χρόνια. Είναι η τελευταία ταινία του που κλείνει τον κύκλο 45 γόνιμων χρόνων, διακρίσεων, βραβείων, κριτικής αναγνώρισης, εμπορικής απήχησης.
Το 2004 ο Μιχάλης Κακογιάννης εγκαινίασε το Ιδρυμα Μιχάλη Κακογιάννη για το οποίο είχε πει στο «Βήμα»: «Έψαχνα χρόνια να βρω έναν χώρο να αφήσω αυτό που θεωρούσα δική μου πολιτιστική παρακαταθήκη στην Ελλάδα. Από το `93 έβλεπα κτίρια. Ήθελα να συνδέσω το όνομά μου με ένα κέντρο που από τη μια θα διαιώνιζε τη δουλειά μου κι από την άλλη, θα άνοιγε το δρόμο στους νέους για να δημιουργήσουν και να εκφραστούν. Το Ίδρυμα δεν είναι μαυσωλείο. Είναι ένα φυτώριο, ένας χώρος τέχνης, ένας ζωντανός οργανισμός που θα προβάλλει το έργο μου και θα αποτελεί βήμα για τους ταλαντούχους νέους.» Χάρη στο επιτελείο του σκηνοθέτη, στο οποίο ηγείται η πιστή συνεργάτις του κ. Ξένια Καλδάρα,το Ιδρυμα έχει μόνον ωραία πράγματα να προσφέρει.
Διαβάζοντας το βιβλίο του Χρήστου Σιάφκου «Μιχάλης Κακογιάννης: Σε πρώτο πλάνο» (το πιο πρόσφατο που έχει κυκλοφορήσει στα ελληνικά για τον σκηνοθέτη _ εκδόσεις Ψυχογιός, 2009) κοιτάζεις τον βίο του Κακογιάννη και τα χάνεις. Συναντήσεις με τουςΚένεντι, με τον Αριστοτέλη Ωνάση, με την Μαρία Κάλλας, με σταρ του διεθνούς κινηματογράφου. Εμπειρίες από σκληρή δουλειά στο θέατρο και τον κινηματογράφο εντός αλλά κυρίως εκτός ελληνικών συνόρων. Λεπτομέρειες για μυθικές ταινίες, από την «Στέλλα» ως τον «Αλέξη Ζορμπά», μνήμες από τα εφηβικά χρόνια στην Κύπρο, αργότερα τα χρόνια της αυτοεξορίας.
Και όλα αυτά σε πρώτο πρόσωπο, σε μια αφήγηση -ποταμό που συγκινεί και ενθουσιάζει και φτιάχνει εικόνες. Εικόνες ζωής και έργου, σπουδαίου έργου από έναν σπουδαίο κινηματογραφιστή, ο οποίος σε όλη του την ζωή έφτιαχνε εικόνες στο σελιλόιντ.
Αρκεί να σταθεί κανείς στην πρώτη φράση του βιβλίου και θα καταλάβει αμέσως το πνεύμα του: «Γεννήθηκα "ες γαλήνιον Κύπρον" και έζησα τη ζωή μου ως πλάνητας στις πρωτεύουσες του κόσμου με προίκα και εφόδια την ελληνικότητα που έφερε μέσα μου, αρετή όντως...»
Ενας άνθρωπος που ξεκίνησε από την Κύπρο του βρετανικού στέμματος και κατέκτησε τα πάντα παλεύοντας μόνος. Ανδρώθηκε μόνος, προχώρησε μόνος και εν τέλει νίκησε μόνος.
Το «αντίο» της πολιτικής και πολιτειακής ηγεσίας στον Μιχάλη Κακογιάννη
«Ο Μιχάλης Κακογιάννης αντιπροσωπεύει την πιο δημιουργική και εξωστρεφή εκδοχή του σύγχρονου ελληνικού Πολιτισμού» δήλωσε ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού,Παύλος Γερουλάνος, εκφράζοντας «ένα μεγάλο ευχαριστώ» σε όσα προσέφερε ο σπουδαίος σκηνοθέτης που απεβίωσε στις 25 Ιουλίου. Για την πολιτιστική του προσφορά μίλησε και ο Φώτης Κουβέλης.
«Ο Μιχάλης Κακογιάννης, τον οποίο σήμερα αποχαιρετούμε, αντιπροσωπεύει την πιο δημιουργική και εξωστρεφή εκδοχή του σύγχρονου Ελληνικού Πολιτισμού»δήλωσε ο υπουργός Πολιτισμού και Τουρισμού, Παύλος Γερουλάνος.
«Προσωπικότητα πολυσχιδής, ο Μιχάλης Κακογιάννης πλούτισε με το ταλέντο και την ιδιαίτερα ευαίσθητη ματιά του, την εγχώρια και παγκόσμια κινηματογραφική και θεατρική τέχνη. Τέχνες τις οποίες υπηρέτησε με πρωτογενές πάθος, αφοσίωση και ήθος, για μια ολόκληρη ζωή» ανέφερε.
«Το επιστέγασμα της τεράστιας προσφοράς του υπήρξε η δημιουργία του Ιδρύματος Κακογιάννη, το 2004, με σκοπό τη μελέτη, υποστήριξη και διάδοση των τεχνών του κινηματογράφου και του θεάτρου» πρόσθεσε.
«Ένα μεγάλο "ευχαριστώ" για όσα μας προσέφερε και θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του» κατέληξε.
«Η Ελλάδα, η Κύπρος, το θέατρο, ο κινηματογράφος, τα γράμματα, όλοι πενθούν σήμερα. Ο Μιχάλης Κακογιάννης έφυγε από κοντά μας, αφού διέτρεξε ως δημιουργός μια πορεία γεμάτη από πολιτιστική προσφορά» είπε ο πρόεδρος της Δημοκρατικής Αριστεράς, Φώτης Κουβέλης.
«Σπουδαίος πολίτης, βαθιά προοδευτικός και δημοκρατικός άνθρωπος, μας αφήνει το τεράστιο έργο του ως συνεχή πνευματική περιουσία για να τροφοδοτεί με αξίες τις άνυδρες εποχές που περνάμε» πρόσθεσε.
Τα συλλυπητήριά του εξέφρασε και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, κάνοντας λόγο για έναν «διανοούμενο δημιουργό», με μοναδική καλλιτεχνική ματιά και βαθιά γνώση του αρχαίου θεάτρου και του κινηματογράφου.
«Ήταν ο πρώτος που έβγαλε την εγχώρια κινηματογραφία εκτός ελληνικών συνόρων. Η κληρονομιά του είναι ανεκτίμητη, το κενό που αφήνει, δυσαναπλήρωτο» αναφέρει το ΦΚΘ σε ανακοίνωσή του.
Πηγή: tovima.gr