Μιχάλης Μενιδιάτης:"Πετραδάκι, πετραδάκι" η ζωή του
«Είμαι ικανοποιημένος για όσα μου χάρισε απλόχερα η ζωή, σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Στέκομαι απέναντί σας και σας μιλώ για το λ...
https://news-piper.blogspot.com/2012/08/blog-post_1293.html
«Είμαι ικανοποιημένος για όσα μου χάρισε απλόχερα η ζωή, σε προσωπικό και καλλιτεχνικό επίπεδο. Στέκομαι απέναντί σας και σας μιλώ για το λαϊκό τραγούδι, για τους ανθρώπους που το υπηρέτησαν, αλλά και για πικρές όπως και ευχάριστες μικρές στιγμές μιας Ελλάδας που αγάπησα και μέσα από τις κόψεις της ανδρώθηκα και πορεύτηκα στο διάβα των καιρών»...
Με τις σκέψεις, τις εμπειρίες και τις αλήθειες της ζωής του Μιχάλη Μενιδιάτη, τις οποίες κατέγραψε η πένα του Κώστα Μπαλαχούτη στην ακόμη ακυκλοφόρητη αυτοβιογραφία του, η «Εspresso της Κυριακής» αποχαιρετά τον τελευταίο από τους μεγάλους αυθεντικούς τραγουδιστές.
«Στη ζωή πορεύτηκα έχοντας πάντα για βασικές αρχές τον σεβασμό, την αξιοπρέπεια, την ειλικρίνεια». Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αλήθεια από αυτή για τον Μιχάλη Μενιδιάτη, ο οποίος πάντα μακάριζε την τύχη του. Από παιδί ο Μιχάλης Καλογράνης -όπως ήταν το πραγματικό όνομά του- έτρεχε με τον αδελφό του για να κερδίσουν τον επιούσιο, ακόμη και τις μαύρες μέρες της Κατοχής…
«Θυμάμαι, κόβαμε με τον αδελφό μου ξύλα στην Πάρνηθα, ψηλά στην τελευταία στροφή. Και έβγαιναν οι Γερμανοί πάνω στον βράχο και φώναζαν: “Γκρέκο, φύγε”. Ακουγαν τα τσεκούρια να δουλεύουν και μας έπαιρναν χαμπάρι. Αλλά πού να φύγουμε εμείς. Επρεπε να ζήσουμε. Οι σφαίρες περνούσαν δίπλα μας και εμείς τη δουλειά μας. Κατακαλόκαιρο ήτανε και δεν είχαμε ούτε νερό να πιούμε. Πηγαίναμε στα πεύκα εκεί που μάζευαν το ρετσίνι που κρατούσε λίγο νερό και πίναμε. Ηταν πικρό αλλά μας ξεδιψούσε για λίγο. Τι να κάνουμε; Πουλάγαμε χοντρικά τα ξύλα. Τα ζυγίζαμε με καντάρια και τα δίναμε στους φούρνους για να ψήσουν τις μπομπότες, ό,τι μπορούσαν».
ΤΟ ΛΑΪΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Τα χρόνια περνούσαν και το μόνο που συγκινούσε τον 17χρονο πια Μιχάλη ήταν το λαϊκό τραγούδι. «…Με ξξεσηκώνανε αυτά τα τραγούδια. Ενα βράδυ, γύρω στα 1950, περνούσα από την πλατεία Βάθη. Εξω από ένα κέντρο άκουσα να παίζουνε μπουζούκια. Ηταν τόσο γλυκός ο ήχος του μπουζουκιού, που δεν μπορούσα να αντισταθώ. Μπήκα μέσα και είδα πάνω στο πάλκο τον Απόστολο Καλδάρα μαζί με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ε, αυτό ήταν. Μαγεύτηκα. Δεν είχα ξαναδεί ορχήστρα με μπουζούκια. Και να σκεφτείτε ότι δεν έκατσα, μόνο τους είδα όρθιος για λίγο και έφυγα».
Τότε μπήκε το σαράκι μέσα του. Ο πατέρας του στην αρχή ήταν ανένδοτος. Αλλά με το πολύ… πες-πες πείστηκε και του έδωσε τις ευλογίες του να βγει στο πάλκο. Η πορεία του ήταν ανοδική και έχουν γραφτεί πάρα πολλά για εκείνον. Η μία επιτυχία διαδεχόταν την άλλη και όλη η Αθήνα άρχισε να μιλά για τον Μιχάλη από το Μενίδι με τη σπουδαία λαϊκή φωνή, ενώ η φήμη του έφτασε μέχρι την Αμερική.
Η «ΦΑΝΤΑΣΙΑ»
Παράλληλα με το τραγούδι, ο Μιχάλης Μενιδιάτης έγινε και επιχειρηματίας μαζί με τον αδερφό του Κοσμά. Σταμάτησε την ενασχόλησή του με τη νύχτα στις αρχές της δεκαετίας του ’90, όταν ένιωσε ότι η νύχτα έπαιρνε πια άλλον δρόμο και εκείνος δεν μπορούσε πλέον να ασχολείται. Η αρχή, όμως, ήταν ονειρεμένη:
«…Πιστέψαμε ότι ήταν μια καλή στιγμή να ασχοληθούμε και επιχειρηματικά με το τραγούδι και τη διασκέδαση, γιατί ήμουν και εγώ σε μια ανοδική φάση της καριέρας μου. Φθινόπωρο του 1964 ξεκινάμε με τον αδελφό μου, τον Κοσμά, στη “Φαντασία” -την ονομασία έδωσε ο Τάκης Σούκας- και πάμε μια χαρά. Τη δεύτερη χρονιά έχουμε ένα σχήμα που προκαλεί πάταγο. Μαζί μου είναι η Γιώτα Λύδια, η Χαρούλα Λαμπράκη, ο Αντώνης Ρεπάνης, ο Αντώνης Κατινάρης και ο Σπύρος Λιόσης στα μπουζούκια, ο Τάκης Σούκας στο ακορντεόν. Στη “Φαντασία” ξεκινάει και το σπάσιμο των πιάτων στα μαγαζιά. Ερχόταν ένας καλός πελάτης, ο Γιώργος, που μου είχε μεγάλη αγάπη, και έσπαγε κανονικά πιάτα στο κεφάλι του. Πολύ αργότερα βγήκαν τα ψεύτικα, τα γύψινα πιάτα».
ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑΚΗ
Λίγο μετά, από την περιοχή Τρεις Γέφυρες όπου ήταν, η “Φαντασία” μετακόμισε στην παραλιακή. Εκεί ο Μιχάλης Μενιδιάτης έζησε αλησμόνητες στιγμές. «Μετονομάσαμε σε “Φαντασία” ένα παλαιότερο κέντρο, το “Παγκόσμιον”. Ετσι ένα κέντρο-σταθμός στην αθηναϊκή και γενικότερα την ελληνική διασκέδαση ήρθε στο προσκήνιο. Ενα μαγαζί από το οποίο παρέλασε όλη η Αθήνα, για να μην πω η Ελλάδα ολόκληρη. Κόσμος απλός αλλά και διακεκριμένες προσωπικότητες. Οποιοι αστέρες του διεθνούς κινηματογράφου και του τραγουδιού έρχονταν στην Ελλάδα, αλλά και πολιτικοί, δημοσιογράφοι, μεγαλοεπιχειρηματίες, κοσμικοί έπρεπε να περάσουν από τη “Φαντασία”. Γιατί ήταν ένα κέντρο στο οποίο και ο μεροκαματιάρης και ο “φορτωμένος” θα περνούσε καλά, θα διασκέδαζε όμορφα και αληθινά. Οποιος δεν διάβηκε το κατώφλι της “Φαντασίας” τα χρόνια της αίγλης της τη δεκαετία του ’60, του ’70 αλλά και του ’80 δεν μπορεί να φανταστεί την ιερότητα και τη σημασία της λέξης διασκέδαση μέσα από το λαϊκό τραγούδι μας» σημειώνει ο Μιχάλης Μενιδιάτης στη βιογραφία του.
ATHENS BY NIGHT...
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης θυμάται τις προσωπικότητες που πέρασαν από τη θρυλική «Φαντασία» για να γνωρίσουν την Athens by night:
«Aξέχαστη μου έχει μείνει η βραδιά που μπήκαν στο μαγαζί ο στρατάρχης Τίτο με τον Κωνσταντίνο Καραμανλή και ολόκληρο το υπουργικό συμβούλιο. Ηταν το 1974 και σχεδόν όλοι κοιτούσαν με δέος την ξεχωριστή συντροφιά στο κέντρο. Ο Καραμανλής είχε έρθει ακόμη μερικές φορές. Αγαπημένο του τραγούδι ήταν το “Νύχτωσε χωρίς φεγγάρι”. Τακτικός θαμώνας ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου που ζητούσε να ακούσει το “Τρελοκόριτσο” (“Γεννήθηκες για την καταστροφή”). Αλλά και άλλοι πολιτικοί, όπως ο Αντώνης Σαμαράς, ο Κώστας Καραμανλής όταν ήταν ακόμη νεαρός και άλλοι διαλεχτοί. Θυμάμαι τον Αριστοτέλη Ωνάση, τον Αντονι Κουίν, τον Τέλι Σαβάλας που έριχνε και τις στροφές του στην πίστα, τον Μπένι Χιλ που είχε κάνει κράτηση τραπεζιού από το Λονδίνο, την Γκρέις Τζόουνς, τον Τζέιμς Κάγκνεϊ... Λάσκαρη, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Κωνσταντάρας, Κούρκουλος, Βλαχοπούλου -που πάντα έπαιρνε το μικρόφωνο και έλεγε δύο-τρία τραγουδάκια απαραιτήτως-, Ρίζος, Μουστάκας, Ψάλτης, ήταν άνθρωποι δικοί μας».
Ο ΒΟΣΚΟΠΟΥΛΟΣ
Με τον Τόλη Βοσκόπουλο ο Μιχάλης Μενιδιάτης ήταν πολύ δεμένος. Τον θεωρούσε τον έκτο αδελφό του, όχι μόνον ο ίδιος, αλλά και όλη η οικογένειά του: «Με τον Βοσκόπουλο η σχέση μας ξεκινάει από τα πρώτα βήματα που έκανε στο τραγούδι. Εννοώ από την περίοδο που ξεκίνησε να έχει δυνατή παρουσία στη δισκογραφία και σουξέ στα μαγαζιά. Γιατί και πιο πριν ο Τόλης είχε ασχοληθεί με τα καλλιτεχνικά, είτε ως κονφερασιέ είτε ως ηθοποιός αλλά και ως τραγουδιστής. Μιλάμε για έναν καλλιτέχνη μοναδικό στο είδος του, γεννημένο για την πίστα. Οι στιγμές δόξας που έζησε ο Βοσκόπουλος δεν μπορούν να συγκριθούν με τις επιτυχίες άλλων καλλιτεχνών. Η τρέλα και το πάθος του κόσμου για τον Τόλη ήταν κάτι το πρωτόγνωρο για μένα. Ποτέ δεν έχω ξαναδεί με τα μάτια μου κάτι τέτοιο. Μιλάω για όσα είδα και έζησα».
ΟΙ ΠΛΑΚΕΣ ΣΤΗΝ ΠΙΣΤΑ
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης είχε δημιουργήσει στενές φιλίες με ανθρώπους του χώρου του και, ως πειραχτήρι που ήταν, τους έκανε διάφορες πλάκες:
«Ο Πουλόπουλος ήταν σοβαρός, αλλά στην πλάκα δεν παρεξηγιόταν, αντίθετα συμμετείχε με τον δικό του τρόπο. Κάποια φορά που δουλεύαμε, πάντα στη “Φαντασία”, με τον Μητροπάνο και τον Καλατζή, ενώ τους παρουσιάζω έναν-έναν στην πίστα, στην ώρα του Πουλούπολου λέω: “Και τώρα ο Μπούμπης”. Και βγήκε ο Γιάννης στην πίστα χαμογελαστός-χαμογελαστός. Μια άλλη βραδιά, την ώρα που εμφανίζονται και οι τρεις μαζί μου για τη λαϊκή ώρα, τους βλέπω να είναι σχεδόν ένα μπόι με μένα. Κοιτάω και βλέπω να φοράνε παπούτσια με κάτι πελώρια τακούνια και να στέκονται δίπλα μου. “Βγάλτε τα” να τους λέω εγώ. “Θα σας ξεφωνίσω από το μικρόφωνο”... Φυσικά, δεν έγινε τίποτα τέτοιο, αλλά περάσαμε ωραία, ξεκαρδιστήκαμε στα γέλια.
»Τέτοιες σκηνές γίνονταν συχνά ανάμεσά μας. Με τον Καλατζή γίναμε και κουμπάροι. Ενα βράδυ του λέω του με σοβαρή φωνή: “Γιάννη, τραγουδάς, είναι ο Παπανδρέου, σου πετάει λουλούδια, κάνει ολόκληρη κατάσταση για σένα και εσύ σημασία. Γιατί, ρε Καλατζή”; Περίμενα όμως την ώρα που θα έφευγε η παρέα από το τραπέζι για να του το πω. “Ποιος; Τι;” μου λέει. Και του δείχνω το άδειο τραπέζι. “Να έφυγαν”, του λέω, “αφού αδιαφορούσες”. Εσκασε ο Γιάννης. Μετά όμως του είπα την αλήθεια και ηρέμησε».
Ωραία αστεία έκανε και με τον Μπιθικώτση: «Ο Γρηγόρης είχε έναν όμορφο τρόπο να φιλοσοφεί τα πράγματα και να λέει φοβερές ατάκες. Εγώ τον πείραζα συνεχώς για να του δίνω αφορμές να λέει τα δικά του. Ακόμη και λίγο πριν να φύγει από τη ζωή με τον Γρηγόρη τηλεφωνιόμασταν τακτικότατα και τσίγκλαγε ο ένας τον άλλον».
«Δεν υπήρξα πότης ούτε ξενύχτης. Μου άρεσε να χορεύω ζεϊμπέκικο»
Πάνω απ’ όλα για τον Μιχάλη Μενιδιάτη ήταν η οικογένειά του και οι φίλοι του. Μαζί τους διασκέδαζε, αλλά πάντα με μέτρο: «Στη ζωή μου απέφευγα τις καταχρήσεις. Και με φίλους ξενυχτούσα και κάνα ποτηράκι κρασί ή κάνα ουισκάκι πίναμε, αλλά μέχρι εκεί που πρέπει. Ποτέ δεν αφηνόμουν σε πάθη και άλλα πολλά και γνωστά, όπως δυστυχώς συνέβη με πολλούς ταλαντούχους καλλιτέχνες. Μου άρεσαν οι απολαύσεις της ζωής, αλλά τον έλεγχο τον είχα πάντα εγώ, γι’ αυτό και κατάλαβα την ομορφιά και την αξία τους. Για χρόνια κάπνιζα Σαντέ. Ωραίο πακέτο, ωραίο τσιγάρο. Δεν υπήρξα πότης ούτε ξενύχτης. Και στο φαγητό μου ακόμη ήμουν συντηρητικός. Μου άρεσε να πηγαίνω και σε κέντρα όπου εμφανίζονταν άλλοι συνάδελφοι. Οχι μόνο για επαγγελματικούς λόγους αλλά και για να διασκεδάζω. Μου άρεσε και μου αρέσει να χορεύω ζεϊμπέκικο. Το δικό μου είναι το αϊβαλιώτικο, το οργανικό. Από παλιά αυτό το ζεϊμπέκικο χόρευα. Μου πάει η μελωδία, ο ρυθμός του».
Στη ζωή του δεν είχε παράξενα χόμπι, όπως ο ίδιος διευκρινίζει στο βιβλίο του. «Μου άρεσαν η παρέα, οι φίλοι, η οικογένεια και η δηλωτή. Δεν λέω, όταν τα πράγματα ήρθαν βολικά, αγόρασα ένα καλό αυτοκίνητο Φορντ Τάουνς, το 1965, μετά ένα ξεσκέπαστο πάλι Τάουνς, ύστερα ένα εντυπωσιακό αμερικάνικο και σήμερα ένα Μπεμβέ που το έχω χρόνια. Αυτή είναι η πολυτέλειά μου».
Στη ζωή του δεν είχε παράξενα χόμπι, όπως ο ίδιος διευκρινίζει στο βιβλίο του. «Μου άρεσαν η παρέα, οι φίλοι, η οικογένεια και η δηλωτή. Δεν λέω, όταν τα πράγματα ήρθαν βολικά, αγόρασα ένα καλό αυτοκίνητο Φορντ Τάουνς, το 1965, μετά ένα ξεσκέπαστο πάλι Τάουνς, ύστερα ένα εντυπωσιακό αμερικάνικο και σήμερα ένα Μπεμβέ που το έχω χρόνια. Αυτή είναι η πολυτέλειά μου».
«Ο Χρήστος έχει δική του φωνή, δεν μιμείται εμένα»
Ο Μιχάλης Μενιδιάτης πέρασε στην αθανασία, αλλά την οικογενειακή παράδοση συνεχίζει ο γιος του, ο Χρήστος: «Συνεχίζει τον δρόμο, αλλά χαράζει τη δική του διαδρομή στα νεότερα μονοπάτια. Ο Χρήστος έχει σπουδάσει, αλλά όταν εξέφρασε την επιθυμία να ασχοληθεί με το τραγούδι, δεν μπορούσα να του κόψω τον δρόμο. Γιατί διαπίστωσα ότι και αυτός έχει μια δική του φωνή, δεν μιμείται εμένα. Και αυτό είναι σημαντικό για τον καλλιτέχνη. Οταν είδα ότι η απόφασή του να ασχοληθεί με το τραγούδι ήταν οριστική, του είπα: “Πάψε να ακούς εμένα. Τραγούδησε τα τραγούδια της εποχής σου. Αν κάνεις έναν-δύο δίσκους χωρίς να βγάλεις κάποια επιτυχία, παράτα τα”. Και ο Χρήστος τα κατάφερε όλα αυτά. Ηδη πιστεύω ότι έχει καταθέσει δείγματα του ταλέντου του και κινείται με αξιόλογο τρόπο»...